ταχινός

ταχινός
ή, -ό / ταχινός, -ή, -όν, ΝΑ, και ταχυνός, -ή, -ό, Ν
νεοελλ.
1. πρωινός
2. το θηλ. ως ουσ. η ταχινή
α) το πρωινό
β) πρωινή δροσιά, πάχνη
3. (το αρσ. ως κύριο όν.) ο Ταχινός
ο πλανήτης Αφροδίτη
αρχ.
ταχύς.
επίρρ...
ταχινά Α
(ποιητ. τ.) ταχέως («χελιδὼν ἄψορρον ταχινὰ πέτεται βίον ἄλλον ἀγείρειν», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχύς + κατάλ. -ινός κατά το θαμινός, ῥαδινός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ταχινός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταχινός — ή, ό 1. αυγινός, πρωινός. 2. το θηλ. ταχινή, η ως ουσ., α. πρωινό, πουρνό. β. πρωινή δροσιά, πάχνη. 3. το αρσ., Ταχινός, ο ως κύρ. όν., ο πλανήτης Αφροδίτη, ο Αυγερινός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ταχινά — ταχινός neut nom/voc/acc pl ταχινά̱ , ταχινός fem nom/voc/acc dual ταχινά̱ , ταχινός fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταχινώτερον — ταχινός adverbial comp ταχινός masc acc comp sg ταχινός neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταχινόν — ταχινός masc acc sg ταχινός neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταχιναί — ταχινός fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταχινοῖς — ταχινός masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταχινοῖσι — ταχινός masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταχινοί — ταχινός masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταχινοῦ — ταχινός masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”